- απλώστρα
- η1. τόπος ή κατασκευή όπου απλώνουμε καρπούς ή ρούχα για να στεγνώσουν2. το σύνολο των καρπών ή ενδυμάτων που είναι απλωμένα για να στεγνώσουν3. η γυναίκα που απλώνει τα ρούχα4. εξάρτημα του υφαντικού ιστού με το οποίο απλώνεται, ξετυλίγεται το στημόνι.
Dictionary of Greek. 2013.